- μισθωτός
- και μιστωτός, -ή, -ό (ΑΜ μισθωτός, -ή, -όν, Μ και μιστωτός, -ή, -όν) [μισθώνω]αυτός που εισπράττει μισθό για την εργασία την οποία παρέχει, έμμισθος υπάλληλος ή εργάτηςνεοελλ.(νομ.) (στη μίσθωση εργασίας) ο εκμισθωτής, δηλαδή αυτός που είναι υποχρεωμένος να παρέχει τις υπηρεσίες του με μισθό ή ημερομίσθιοαρχ.το αρσ. ως ουσ. ὁ μισθωτόςα) ο υπηρέτης, ο βοηθόςβ) (για στρατιώτες) ο μισθοφόροςγ) (για πράκτορα ξένων ή κατάσκοπο) μίσθαρνο όργανο, πληρωμένος, βαλτός.
Dictionary of Greek. 2013.